Το φαινόμενο της μετανάστευσης, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας. Όπως είναι φυσικό η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από αυτές τις αλλαγές. Η παρουσία παιδιών με διαφορετικό πολιτισμικό, αλλά και γλωσσικό υπόβαθρο, σηματοδοτεί καινούριες προκλήσεις για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ιδιαίτερα μετά το 2015, οι ελληνικές αρχές και οι τοπικές κοινωνίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την πρόκληση να διαχειριστούν την είσοδο και την προσωρινή ή μόνιμη φιλοξενία σημαντικού αριθμού προσφύγων. Πέρα από την καταγραφή του πληθυσμού, οι αρχές όφειλαν να μεριμνήσουν άμεσα για τη στέγαση, τη σίτιση και την ιατροφαρμακευτική φροντίδα όλων αυτών των ανθρώπων. Κύρια και άμεση ανάγκη δημιουργήθηκε και στον τομέα της εκπαίδευσης, καθώς μεγάλος αριθμός των νεοεισερχόμενων ήταν παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας (ΕΛΙΑΜΕΠ, 2017).
Τα εκπαιδευτικά συστήματα, πλέον, καλούνται να διαμορφώσουν ένα σχολικό περιβάλλον, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις όλων των κοινωνικών και πολιτισμικών ομάδων και θα προάγει τη δημιουργική αλληλεπίδραση όλων των μαθητών/μαθητριών. Το βασικό καθήκον της εκπαίδευσης πλέον είναι η προετοιμασία των μαθητών/μαθητριών ως πολιτών μίας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οι οποίοι/οποίες θα σέβονται τη γλωσσική και πολιτισμική ετερότητα και θα διατηρούν παράλληλα την πολιτισμική τους ταυτότητα. Μάλιστα, ο ρόλος της εκπαίδευσης στη νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα είναι βαρύνων, καθώς αποτελεί έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς διαμόρφωσης των στάσεων, των αξιών και της συμπεριφοράς του ατόμου (Καγκά, 2001. Παλαιολόγου & Ευαγγέλου, 2003).
Παρόλα αυτά, αν και το σχολείο αποτελεί μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης, ταυτόχρονα είναι και ισχυρός μηχανισμός κοινωνικού αποκλεισμού (Χατζηνικολάου, 2010).
Ο Banks, αξιολογώντας την πολιτισμική ταυτότητα των δυτικών εκπαιδευτικών συστημάτων δηλώνει ότι παρόλο που ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να αναγνωρίζει το δικαίωμα της ελευθερίας, στην πράξη αφομοιώνει τους/τις μαθητές/μαθήτριες στην κυρίαρχη κουλτούρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η εκπαίδευση δεν είναι «απολιτική» όπως θα έπρεπε, αφού καλλιεργεί συγκεκριμένες στάσεις και αξίες και το περιεχόμενό της δεν είναι πολιτισμικά ουδέτερο.
Αν και θεωρείται το ιδανικότερο μοντέλο διαχείρισης της πολιτισμικής ποικιλομορφίας του σχολείου, στην Ευρώπη, η διαπολιτισμική εκπαίδευση δεν εκλαμβάνεται ως θεωρητικό μοντέλο εκπαίδευσης, αλλά αναδύεται ως ανάγκη όταν το σχολείο υποδέχεται αυξημένο αριθμό αλλοδαπών παιδιών (Δαμανάκης, 1998). Η διαπολιτισμική εκπαίδευση, δηλαδή, αντιμετωπίζεται ως λύση στο «πρόβλημα» της ύπαρξης μεγάλου αριθμού παιδιών-προσφύγων στο ελληνικό σχολείο και όχι ως επίσημο μοντέλο παιδαγωγικής (Τζωρτζοπούλου & Κοτζαμάνη, 2008). Η παγκόσμια κοινότητα, σήμερα, αναγνωρίζει όσο ποτέ άλλοτε πως εκτός από την παροχή στέγης, σίτισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα παιδιά- πρόσφυγες, υπάρχει επίσης μεγάλη ευθύνη για την ένταξή τους στην εκπαίδευση.
Πολλοί, μάλιστα, θεωρούν την εκπαίδευση ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο ένταξης των παιδιών-προσφύγων στις χώρες υποδοχής και ως το πολυτιμότερο μέσο για την οικοδόμηση ενός δικαιότερου μέλλοντος.