Τί είναι ο σχολικός εκφοβισμός;
Ο σχολικός εκφοβισμός, αποτελεί ένα πολυσυζητημένο θέμα στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το οποίο διερευνάται συστηματικά από την Κοινωνιολογία και συνδέεται με την μη ορθή κοινωνικοποίηση του μαθητή, με δύο κύριους πυλώνες το σχολικό και το οικογενειακό περιβάλλον. Αφορά σε μια κοινή προβληματική όλων των Κοινωνικών Επιστημόνων και μετελάται ενδελεχώς τις τελευταίες δεκαετίες.
Παρά το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί είναι εξοικειωμένοι με το φαινόμενο αυτό, το ερευνητικό ενδιαφέρον και η συστηματική μελέτη του ξεκίνησε το 1970 και εστιάστηκε κυρίως στα σχολεία της Σκανδιναβίας. Με την πάροδο των ετών και ειδικότερα από το 1990 και μετά η ενασχόληση με την μελέτη του φαινομένου αυτού εντατικοποιήθηκε και κίνησε το ενδιαφέρον των ερευνητών ανά τον κόσμο (Olweus, 2003).
Διεθνείς έρευνες, έχουν δείξει ότι το 15% των μαθητών έχουν βιώσει εκφοβισμό και ότι ένα στα επτά παιδιά έχουν εμπλακεί σε εκφοβιστικές πράξεις.
Συμβαίνει και στην Ελλάδα;
Στην ελληνική πραγματικότητα, σύμφωνα με δεδομένα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 8,7% των μαθητών εκφοβίζονται ενώ το 7,45% εκφοβίζει (Γιαννακοπούλου, 2014).
Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα κοινωνικό και σύγχρονο πρόβλημα και η σχολική κοινότητα βάλλεται ατέρμονα, διότι παραβιάζονται τα δικαιώματα του μαθητή να μετέχει με ασφάλεια στη μαθησιακή διαδικασία χωρίς το αίσθημα του φόβου.
Στη χώρα μας δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ραγδαία αύξηση σε αυτά τα φαινόμενα με φοβερές επιπτώσεις στα θύματα και τους θύτες.
Εξαιτίας του φαινομένου αυτού, ελλοχεύουν δυσμενείς επιπτώσεις τόσο για τους μαθητές-θύματα, όσο και τους μαθητές- θύτες, οι οποίες πιθανόν να τους στιγματίσουν για όλη τους τη ζωή (Piskin, 2002).
Μορφές σχολικού εκφοβισμού
Η σχολική κοινότητα θεωρείται μια μικρή κοινωνία, η οποία συνδέεται με το γενικό και ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και στην οποία παρατηρούνται να λαμβάνουν χώρα εκφοβιστικά περιστατικά.
Σύμφωνα με ερευνητικές μελέτες, οι συνήθεις χώροι όπου συμβαίνουν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού είναι η αίθουσα διδασκαλίας, το προαύλιο του σχολείου, οι τουαλέτες, ο χώρος του γηπέδου καθώς και ο δρόμος από και προς το σχολείο (Stop Bullying, 2015).
Σύμφωνα με τον O'Moore (2000) θα πρέπει να υπάρξουν επιστάμενες προσπάθειες μέριμνας για περαιτέρω επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού αναφορικά με την σημασία, τις αναγνωριστικές ενδείξεις, τις αιτίες, τις συνέπειες του φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού καθώς και σε σχέση με τους τρόπους διαχείρισης των περιστατικών αυτών εν γένει αλλά και μεμονωμένα, προωθώντας έτσι μια αντιεκφοβιστική εκπαιδευτική πολιτική με σκοπό την κατανόηση εκ μέρους των μαθητών για την καταστολή του φαινομένου (Kyriakidis, 2014).
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην προώθηση μέτρων και πρακτικών κατά του σχολικού εκφοβισμού θα έπρεπε να αποτελεί μια καθημερινή απόπειρα εφαρμογής των προτροπών, των διαδικασιών και των στρατηγικών του ευρύτερου πλαισίου της σχολικής αντιεκφοβιστικής πολιτικής (O'Moore & Minton, 2004).
Οι Seidel και Oertel (2017) διαχώρισαν τρεις συγκεκριμένες κατηγορίες στρατηγικής που χρησιμοποιούνται από μέρους των εκπαιδευτικών:
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αυταρχικές-κατασταλτικές τακτικές, όπως παρατηρήσεις, απειλές, τιμωρίες και αποβολές, οι οποίες αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τρόπο των εκπαιδευτικών, που όμως έχουν μειωμένη αποτελεσματικότητα.
Μια δεύτερη στρατηγική συνίσταται στην εξατομικευμένη στήριξη προς τους μαθητές (θύμα και θύτη) μέσω ψυχολογικής και συναισθηματικής προσέγγισης και κυρίως με την έκφραση συναισθηματικής κατανόησης προς τον μαθητή-θύμα.
Η τρίτη τακτική βασίζεται στην υποστηρικτική και συνεργατική παρέμβαση, η οποία απευθύνεται προς όλους τους συμμαθητές, με σκοπό να προωθήσει την συνεργασία μεταξύ τους καθώς και να ερμηνεύσει μαζί τους τα περιστατικά που συμβαίνουν εντός της τάξης αλλά και του σχολείου. Στη διαδικασία αυτή κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία των γονέων και εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού (De Luca, Nocentini & Menesini, 2019).
Οι O'Moore και Μinton (2004) προτείνουν ότι οι εκπαιδευτικοί μπορούν να ακολουθήσουν ένα πλάνο επίλυσης συγκρούσεων που αποτελείται από πέντε στάδια, ώστε να μπορέσουν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην μείωση του φαινομένου. Το πρώτο στάδιο αφορά την ταυτοποίηση προσώπου ή προσώπων που χρήζουν μέριμνας, το δεύτερο σχετίζεται με την αναγνώριση του εκάστοτε προβλήματος και των λόγων που οδήγησαν στην σύγκρουση. Το τρίτο στάδιο αναφέρεται στην διατύπωση και αποσαφήνιση των αιτιών και του περιεχομένου του θέματος, το τέταρτο στάδιο είναι η παρέμβαση και η αναζήτηση τρόπων επίλυσης του θέματος, ενώ το πέμπτο στάδιο σχετίζεται με την αξιολόγηση του τρόπου παρέμβασης που επιλέχθηκε.